συμπαρεδρεύω

συμπαρεδρεύω
Α [συμπάρεδρος]
1. κάθομαι δίπλα σε κάποιον
2. (για πλανήτη) βρίσκομαι στην ίδια θέση με άλλον
3. σχετίζομαι με κάτι, ανήκω ή αφορώ σε κάτι.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • συμπαρεδρευόντων — συμπαρεδρεύω sit beside pres part act masc/neut gen pl συμπαρεδρεύω sit beside pres imperat act 3rd pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συμπαρεδρεύοντι — συμπαρεδρεύω sit beside pres part act masc/neut dat sg συμπαρεδρεύω sit beside pres ind act 3rd pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συμπαρεδρεύειν — συμπαρεδρεύω sit beside pres inf act (attic epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • έφημαι — ἔφημαι (Α) (παθ. παρακμ. που χρησιμοποιείται ως ενεστ.) 1. είμαι τοποθετημένος ή κάθομαι πάνω ή κοντά σε κάτι («κληΐδεσσιν ἐφήμενοι», Ομ. Οδ.) 2. κάθομαι ως ικέτης κοντά σε άγαλμα θεού (α. «βρέτας ἐφήμενος», Αισχύλ. β. «βωμία ἐφημένη» καθισμένη… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”